Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

νέοι χάρτες

Ήμουν σε τόπους όπου κανείς δε θέλει να μένει πολύ.

Ήταν ένα κρεββάτι που έκανε το σώμα μου βαρύτερο τις νύχτες.
Σεντόνια από σκληρό βαμβάκι κι από ένα ολόλευκο πλαστικό σπασμένο σε κομμάτια.
Ένα παράθυρο που έμπαζε τον αέρα της πόλης,  μια αυλή που μύριζε καφέ και τσιγάρο για αυτούς που αγωνιούσαν,  ένα βάζο με τριαντάφυλλα,  μια γυναίκα με ιστορία,  ο τρελλός άντρας της,  η χωρισμένη κόρη,  η γελαστή αδερφή,  το σκοτωμένο αγόρι,  τα νεύρα,  το άγχος,  η ακράτεια,  το συρτάρι με τα χάπια.
Κάθε βράδυ έπινε μια χούφτα χάπια,  έπιανε αγκαλιά το μαξιλάρι και δεν άλλαζε πλευρό ως το πρωί.
Είχε φωνή ζεστή και μάτια σβησμένα που ήθελαν να ζήσουν.

Μια άλλη γυναίκα μας έφερνε να φάμε νερό και ψωμί.  Μια φορά μου υποσχέθηκε μια τεράστια γαβάθα με νερό και βρασμένο πολύ λεπτό μακαρονάκι που το λένε φιδέ. Με ρώτησε αν ήταν νόστιμο και της είπα ευχαριστώ!

Κάποιοι άνδρες έραβαν τους αστραγάλους μου,  και μετά ένας από αυτούς μου τους τύλιξε μ έναν επίδεσμο που δεν είχε αρχή και τέλος.  Ξερνούσαν υγρά και ιώδιο.

Τις νύχτες πηδούσα από το παράθυρο,  από μια χαραμάδα που άφηνα επίτηδες ανοιχτή από το πρωί.
Η γυναίκα με τα λευκά ρούχα φώναζε ξοπίσω μου με μια φωνή τσιριχτή που έκανε αντίλαλο σε όλο το θάλαμο.

Έφτασα στα μισά της συμφωνίας των ονείρων και τα πέρασα κι όλας.  Μόνο που έφτασα ως εκεί και σταμάτησα.

Μούδιασα από τη μέση και κάτω,  και ενώ μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλα των ποδιών μου,  φοβήθηκα πως δε θα ξαναφτάσω ποτέ σε οργασμό.  Εν τω μεταξύ η στεγνή,  ξανθιά αναισθησιολόγος μου σκάλιζε τα κόκκαλα ενώ προσπαθούσε να μου πουλήσει τη νέα μέθοδο νάρκωσης.

Επέστρεψα στο σπίτι με δέκα μελανώματα στην κοιλιά,  αλλά καλά.
Με κεφαλαία!

Τρεις ολόκληρες μέρες ήμουν ευτυχισμένη,  μέχρις ότου άρχισα να ψάχνω τους χάρτες που έκρυβα κάτω από το μαξιλάρι μου.  Νέοι τόποι,  νέες οδοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: