Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

ερωτηματικό



Μια ρεαλιστική πραγματικότητα στεγνώνει τις επιθυμίες σου στην κατά πρόσωπο αντιμετώπιση και ένα ασφαλές οχυρό απόστασης υγραίνει την χροιά της φωνής σου καθώς περνά από το καλώδιο στο ακουστικό κι έπειτα σαν ένας ευχάριστος ήχος στο αυτί μου..

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

χωρίς σκιές




ξέρεις κάτι;

δεν τολμάς
τουλάχιστον όχι πια.  μ αρέσει που έχω σπάσει τον κωδικό της σιγουριάς σου.  αυτής της σιγουριάς που φύτευε σπόρους στη σκέψη μου.  που μούδιαζε τις αποφάσεις μου.

τώρα μπορώ και φεύγω χωρίς εσένα
απόδειξη,  πέντε μέρες στο νησί κι ούτε στιγμή δε σε βρήκα δίπλα μου

για Εσένα μιλάω
μόνο για σένα

γιατί η συντροφιά δε μου λείπει
κι από μοναξιά ελάχιστα έχω γνωρίσει

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

θυμάσαι;

αγκάλιασε με

δεν έχω χέρια
τα έκοψα τις νύχτες που αναζητούσαν τα δικά σου


φίλησε με

δεν έχω στόμα
έραψα τα δυό μου χείλη
τις ώρες που πεινούσαν από απελπισία κι αναμονή


μίλα μου

δεν έχω φωνή
την έσβησα τη μέρα που μου ορκίστηκε πως
θα γίνει τόσο δυνατή για να φτάσει στα αυτιά σου

γέλα μου

δεν έχω γέλιο
το χάρισα σε ένα παιδί

πάρε με

δεν έχω σώμα
το άφησα ΕΚΕΙ


θυμάσαι;

δεν έχω μνήμη
ψαλίδισα τα κομμάτια της
τα πέταξα στη θάλασσα

το μόνο παράξενο
από τότε
μοναδική συντροφιά μου

ένας γλάρος!

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

χωρίς επιστροφή

Αυτή τη φορά δεν ήρθα να δώσω αλλά να πάρω.
Οι αποσκευές μου είναι άδειες κι έτοιμες να γεμίσουν με τα δικά σου καλούδια.

Το εισιτήριο στο όνομα μου,  δώρο από εμένα για εμένα.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

χωρίς προοπτική

Μυρίζει ψημένη ντομάτα,  λάδι και δυόσμο ενώ έξω η βροχή ξερνάει όλη τη μοναξιά των ανθρώπων που μένουν στις άδειες πόλεις τα τριήμερα.
Νιώθω σα τη γάτα που έχει σύρει με κόπο ένα ψαροκκόκαλο ως την απέναντι υγρή στέγη,  κι έχει απομείνει να το κοιτάει φαγωμένο και γλυμένο από άλλα γατιά,  έτσι δε μπορώ να σου πω τι έχει απομείνει να γλύψουμε,  αλλά έχω ένα τεράστιο δωμάτιο με μικρά μικρά και άχρηστα,  αλλά όμορφα πράγματα που φαγώθηκαν από εμάς και σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία ανασύρω,  τόσο συχνή ανάγκη πια,  να σαν εκείνη την εικόνα που σου έλεγα πριν λίγο,  ένα κομμάτι μαυροπίνακας,  πλαστελίνες σε χρώματα και μεγάλα ολοστρόγγυλα ''α'' και ''β'',  τότε που είμαστα παιδιά κι αυτό ήταν ο κόσμος όλος,  ιδανικός όπως τον ονειρευτήκαμε.

Τίποτα δε μοιάζει πια ιδανικό,  μια αμφισβήτηση όλων των αξιών,  ακόμη και στα δικά σου γαλάζια μάτια ψάχνω να βρω έναν άλλον που δεν έχω μέχρι στιγμής γνωρίσει.

Έχουν έναν φόβο μέσα τους όλα,  κι είναι καλοκαίρι,  κι ίσως το πιο δύσκολο,  το μόνο καλοκαίρι δίχως την προοπτική των διακοπών,  και τι έγινε θα μου πεις,  μια βδομάδα στο νησί μήπως ήταν η ζωή μας;

.... και θέλει πολύ πάλεμα να ξαναβρούμε τις άκρες των κουβαριών...  πολύ !



Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

γνήσιο αντίγραφο

Αν θέλω να είμαι ειλικρινής,  η αγκαλιά σου δεν υπάρχει πια.
Μαντεύω κάθε σου κίνηση,  μπορώ να την αναλύσω σπιθαμή προς σπιθαμή,  μπορώ να παρέμβω και να σε αποσυντονίσω,  να σε κάνω να  κοκκινίσεις και να νιώσεις τύψεις για όσα προσπαθείς να ζήσεις κρυφά από εμένα.
Το μόνο που δε μπορώ να καταφέρω είναι να σ έχω δίπλα μου,  με όλη τη ζουμερή έννοια της λέξης,  με φαρδύ πλατύ το ''δ'',  και το ''λ'' παχύ σαν εκείνα που προφέρουν στη Θεσσαλονίκη,  ''δίπλα μου'',  ''απέναντί μου'' και τα μάτια σου ναμην είναι σβησμένα αλλά να κοιτούν λαμπερά,  ευθεία,  βαθιά,  μέσα στα δικά μου.

Στην χθεσινή ταινία,  ναι εκείνο το dvd που στα τυφλά διάλεξες για μένα,  το ακούμπησες στο μαξιλάρι μου και μετά έφυγες στα ψέμματα,  κι εγώ το κατάπια μονορούφι,  ένα δίωρο σα σφηνάκι,  ήταν ένα ζευγάρι,  θεέ μου,  πόσο διαφορετικές σκέψεις,  ένα ολόκληρο ''Α'' αυτή,  κι ένα άλλο ολόκληρο ''Β'' αυτός,  κι ανάμεσα η προσπάθεια τους να μείνουν ακέραιοι,  απελπισμένη προσπάθεια,  μάταιη,  ουτοπική.

Τα ζευγάρια θα έπρεπε να ζουν χωριστά,  για να διατηρούν την αρχική επιθυμία και τον έρωτα τους,  και να κοιμούνται με όποιον θέλουν κι όχι με όποιον πρέπει,  κι αν τότε ακόμη με ήθελες θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη,  κι όχι όπως τώρα που είσαι ''δίπλα μου''  με ψεύτικα άλλοθι και αιτίες που δε θυμάσαι,  όχι γιατί μεγάλωσες όπως νομίζεις αλλά γιατί αυτή η λάσπη που έχει γεμίσει τα πόδια μας ως τους αστραγάλους και ανεβαίνει,  ανεβαίνει,  θεέ μου όλο και πιό ψηλά, μας θολώνει το μυαλό και πήζει τις αισθήσεις.

Κι έπειτα οι γυναίκες,  κυρίως οι γυναίκες θα έπρεπε να ζούμε με τρόπο πιο ρεαλιστικό,  να σκεφτόμαστε πιο ωμά,  δε μας πάει πια τόσος ρομαντισμός,  τόσο συναίσθημα,  όλη αυτή η φαντασίωση,  η μη αναγνώριση των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού.  Δεν μας έχει κάνει καλό,  τουλάχιστον ως τα τώρα,  υπερβολικές επιθυμίες και γκρίνια,  κι ούτε ένας τρόπος ιδανικός για να πάρεις αυτό που θέλεις,  γιατί,  αχα μα γιατί οι επιθυμίες μας ακουμπούν το ονειρικό και καθόλου το πραγματικό,  εξ ου και το αιωνίως ανικανοποίητο,  και πως να μην είναι,  που οι πιό πολλές το ονομάζουμε έρωτα,  χωρίς ποτέ να εννοούμε κάτι χειροπιαστό,  παρά μόνο αέρας,  συναίσθημα και επιθυμία και φαντασίωση,  ενώ η πραγματικότητα βρίσκεται εκεί που δεν μπορούμε να κοιτάξουμε,  γιατί έτσι είναι η φύση μας,  ή ποιός ξέρει ίσως έτσι μας έμαθαν,  ξεκινώντας από τα πολύ παλιά χρόνια που σίγουρα κάποιοι είχαν συμφέρον απ αυτό.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

σήμερα

Έχω πέντε ολόκληρα λεπτά έως ότου αρχίσει η αγαπημένη μου μαγειρική εκπομπή.  Χορταίνει τα μάτια μου και ερεθίζει τις αισθήσεις μου.  Ονειρεύομαι πως είμαι σεφ και πως φτιάχνω ιδιαίτερα και νόστιμα πράγματα.
Μετά,  πάω στην κουζίνα και βάζω μακαρόνια σε  αλατισμένο νερό να βράσουν.  Τα μπουκώνω με άσπρες σάλτσες και σκόρδα και σου τα ταίζω μπουκιές μπουκιές.
Έξω βρέχει περίεργα,  σα να θέλει να τρυπήσει τις μεταλικές τέντες,  πολύ τον ευχαριστιέμαι αυτό το θόρυβο,  αλλά σήμερα ανακατεύεται με τα μηχανήματα που τρυπούν την άσφαλτο και κάνουν το σπίτι μας να κουνιέται σα να γίνεται σεισμός.
Μιά σκαμμένη γραμμή κάθετα στο μήκος του δρόμου,  σαν αυτές τις δυο κόκκινες που έχω ακόμη στο μέσα μέρος των ποδιών και μου φωνάζουν συνεχώς πως δε θα ξαναχορέψω σα μπαλαρίνα.
Η φωνή σου χθες ήταν λυπημένη,  μα και ψεύτικη.
Πάει καιρός που δε με πείθεις πια,  κι η λέξη ασφάλεια κάνει ακροβατικά επάνω σ ένα μεταλικό φλεγόμενο στεφάνι.
Ζούμε στην εποχή,  που όλα έχουν τελειώσει,  ακόμη κι αυτά που θεωρούσαμε σπουδαία και ανεξάντλητα.  Το ψυγείο μας είναι ακόμη γεμάτο,  έχουμε τηλέφωνο,  internet,  μα φοβάμαι μήπως κι αυτά ακολουθήσουν τον δρόμο των υπολοίπων.
Μέσα σ αυτή την κατάντια που δεν έχει τέλος,  θέλω να κουρνιάσω στην αγκαλιά σου.
Είναι το μόνο που απόμεινε,  κι αναρωτιέμαι πως κάτι ψεύτικο γίνεται να υπάρχει και μετά θυμάμαι που λέγαμε πως κατασκευάζουμε πράγματα ανάλογα με τις ανάγκες μας.
Η οικονομική άνεση δεν φαντασιώνεται.  Η οικονομική κρίση ούτε.  Είναι πραγματικότητες που ή τις ζεις ή όχι.

Αγχώθηκα τώρα και χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου.

Πάω στην τηλεόραση και στη βροχή!
Ααα σου είπα;  Σήμερα με έκανα ολόκληρη μπάνιο,  χωρίς να με τυλίγω με σακούλες και ταινίες ασφαλείας.  Μετά,  μου έβαλα ιώδιο και αυτοκόλητες γάζες.

Είμαι ακόμη ευαίσθητη,  αλλά όχι όσο νομίζεις.
Μαθαίνω με τον καιρο!

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

η χώρα μου καταρέει

Κι έτσι όπως οι άνθρωποι ένιωθαν με σιγουριά να πετούν στον αέρα,  να ονειρεύονται,  να έχουν συναισθήματα,  να βλέπουν χρώματα,  να γελούν δυνατά η χώρα τους κατέρευσε.
Τα μάτια τους έσβησαν,  η δύναμη τους χάθηκε,  το παραμύθι είχε φτάσει στην τελευταία του σελίδα και ο λύκος είχε φάει γιαγιά και κοκκινοσκουφίτσα χωρίς κανένας κυνηγός να έρθει να τους σώσει.
Το χαμόγελο έφυγε,  το ίδιο και η διάθεση για οποιοδήποτε παιχνίδι.
Ήρθαν από χώρες μακρινές κάποιοι γιατροί,  κούνησαν το κεφάλι  και είπαν πως αυτό λέγεται ''μελαγχολία''.
Στην ερώτηση κάποιων,  για το αν υπάρχει το σχετικό γιατρικό,  οι γιατροί αυτοί ξανακούνησαν το κεφάλι.
Όχι δεν υπήρχε φάρμακο.
Όταν μια χώρα καταρέει,  οι άνθρωποι της αντιδρούν κάπως έτσι.  Άλλοι κλαίνε και χτυποιούνται κι άλλοι βουβαίνουν σ ένα κλάμα σιωπηλό.
Οι πιό αισιόδοξοι μιλούν για μια ''φάση''  που με τον καιρό θα περάσει.

Οι πιό απαισιόδοξοι έχουν ανοίξει τα τεφτέρια παρελθόντων ετών και χαμογελούν σαν ηλίθιοι.  Ή κοιτούν το ταβάνι διαβάζοντας που και που ποιήματα.  Μεταξύ τους φοβούνται ακόμη και να το ξεστομίσουν για το αδιέξοδο και για το τέλμα.  Πονούν,  πονούν βουβά και πολύ.

Ξυπνούν το πρωί,  χωρίς ιδανικά και θέλω.  Είναι στο σπίτι γιατί από την δουλειά έχουν απωληθεί,  ή το μαγαζί τους έχει εδώ και καιρό κλείσει.  Φτιάχνουν τον δεύτερο καφέ κι ακούν ραδιόφωνο τα Σάββατα,  ή βλέπουν τα πρωινάδικα τις καθημερινές στην τηλεόραση.
Γλύφουν ότι μέχρι τώρα έφτυναν.

Έχουν σύνδεση με το διαδίκτυο και το χρησιμοποιούν σαν ένα αχανές καφενείο.  Λένε καμμιά άποψη,  
και χαίρονται όταν δυο τρεις ''φίλοι''  τους κάνουν like.
Ενίοτε σηκώνονται από την καρέκλα για να φτιάξουν λίγο φαγητό,  να πλύνουν τα πιάτα,  να σκουπήσουν τα φύλλα που έμπασε ο αέρας από το παράθυρο.

Ένας φίλος μου είπε χθες πως τα επόμενα χρόνια,  έχουμε χρέος να ξαναχτίσουμε ότι καταστρέψαμε.
Συγγνώμη αν είμαι αρνητική,  μα φοβάμαι πως δεν έχουμε περιθώρια πια.

Τέλος χρόνου,  το παραμύθι έχει φτάσει στην τελευταία του σελίδα και μακάρι να βγω ψεύτρα.


Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

η συμφωνία των ονείρων

''Δε σε αναγνωρίζω,  Νίκη,  δε σε αναγνωρίζω!''
Εκείνη βουβάθηκε προς στιγμή κι απάντησε χαμηλόφωνα:

''Ίσως...  Έχουν αλλάξει άλλωστε τόσα και τόσα,  μπορεί κι ο κόσμος όλος,  πράγματα που θεωρούσαμε κάποτε ακούνητα και αιώνια,  που δεν πιστεύαμε ποτέ ότι αλλάζουν...''

από την ''συμφωνία των ονείρων'' του Νίκου Θέμελη

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

διαδίκτυο

Μια μαύρη τρύπα,  όπου ρίχνουμε τα όνειρα μας,  παλεύοντας να επιδείξουμε αυτή την διάσταση μας που κανένας ως τώρα δεν αποδέχτηκε.

Με άλλα λόγια ένας άλλος τρόπος επιβεβαίωσης του εγώ μας.


Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

νέοι χάρτες

Ήμουν σε τόπους όπου κανείς δε θέλει να μένει πολύ.

Ήταν ένα κρεββάτι που έκανε το σώμα μου βαρύτερο τις νύχτες.
Σεντόνια από σκληρό βαμβάκι κι από ένα ολόλευκο πλαστικό σπασμένο σε κομμάτια.
Ένα παράθυρο που έμπαζε τον αέρα της πόλης,  μια αυλή που μύριζε καφέ και τσιγάρο για αυτούς που αγωνιούσαν,  ένα βάζο με τριαντάφυλλα,  μια γυναίκα με ιστορία,  ο τρελλός άντρας της,  η χωρισμένη κόρη,  η γελαστή αδερφή,  το σκοτωμένο αγόρι,  τα νεύρα,  το άγχος,  η ακράτεια,  το συρτάρι με τα χάπια.
Κάθε βράδυ έπινε μια χούφτα χάπια,  έπιανε αγκαλιά το μαξιλάρι και δεν άλλαζε πλευρό ως το πρωί.
Είχε φωνή ζεστή και μάτια σβησμένα που ήθελαν να ζήσουν.

Μια άλλη γυναίκα μας έφερνε να φάμε νερό και ψωμί.  Μια φορά μου υποσχέθηκε μια τεράστια γαβάθα με νερό και βρασμένο πολύ λεπτό μακαρονάκι που το λένε φιδέ. Με ρώτησε αν ήταν νόστιμο και της είπα ευχαριστώ!

Κάποιοι άνδρες έραβαν τους αστραγάλους μου,  και μετά ένας από αυτούς μου τους τύλιξε μ έναν επίδεσμο που δεν είχε αρχή και τέλος.  Ξερνούσαν υγρά και ιώδιο.

Τις νύχτες πηδούσα από το παράθυρο,  από μια χαραμάδα που άφηνα επίτηδες ανοιχτή από το πρωί.
Η γυναίκα με τα λευκά ρούχα φώναζε ξοπίσω μου με μια φωνή τσιριχτή που έκανε αντίλαλο σε όλο το θάλαμο.

Έφτασα στα μισά της συμφωνίας των ονείρων και τα πέρασα κι όλας.  Μόνο που έφτασα ως εκεί και σταμάτησα.

Μούδιασα από τη μέση και κάτω,  και ενώ μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλα των ποδιών μου,  φοβήθηκα πως δε θα ξαναφτάσω ποτέ σε οργασμό.  Εν τω μεταξύ η στεγνή,  ξανθιά αναισθησιολόγος μου σκάλιζε τα κόκκαλα ενώ προσπαθούσε να μου πουλήσει τη νέα μέθοδο νάρκωσης.

Επέστρεψα στο σπίτι με δέκα μελανώματα στην κοιλιά,  αλλά καλά.
Με κεφαλαία!

Τρεις ολόκληρες μέρες ήμουν ευτυχισμένη,  μέχρις ότου άρχισα να ψάχνω τους χάρτες που έκρυβα κάτω από το μαξιλάρι μου.  Νέοι τόποι,  νέες οδοί.

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

κάθε πρωί



Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)

Μανώλης Αναγνωστάκης

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

live, love, laugh

H ώρα πλησιάζει,  η βαλίτσα μου είναι έτοιμη,  ένα βιβλίο,  πυτζάμες,  οδοντόβουρτσα / οδοντόπαστα, κλάμερ,  παντόφλες,  εσώρουχα,  κινητό,  ταυτότητα,  γυαλιά,  πορτοφόλι.

Θέλω να σου πω,  πως θα ήθελα η ζωή μου να ήταν αλλιώς,  πιο γελαστή,  πιο έντονη,  πιο ερωτική,  πιο καριερίστικη..

Σ ευχαριστώ που είσαι κάθε δευτερόλεπτο δίπλα μου,  λυπάμαι αν δε κατάφερα να σου δώσω το 100%

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

εσύ είσαι το λάθος

Αρπάζομαι από μια κατάσταση για το ελάχιστο που θα τη ζήσω..
Το τέλος είναι φυσικό επακόλουθο.
Η ανάγκη της επαφής αλλά και η μη επίτευξη της επίσης.

Είναι φορές που θέλω να σε βουτήξω από τους ώμους και να σου φωνάξω..
είμαι εδώ δε με βλέπεις;

Δεν ξέρω αν είναι η επιβεβαίωση της αποδοχής που έχω ανάγκη ή η απελπιστική σκέψη πως η ζωή μου έτσι μοναχική θα τελειώσει όπως ξεκίνησε.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

το πάθος της παπαρούνας

Θα ήθελα να ήσουν κακός.  Ποταπός,  μηδαμινός.  Αλήτης και ψεύτης.  Κοινός και κενός.

Ας ήσουν έστω αδιάφορος.  Από εκείνους τους συνηθισμένους,  καθημερινούς ανθρώπους που περνούν από δίπλα σου και δεν γυρίζεις τη ματιά σου.  Από εκείνους που φλυαρούν.  Που το παίζουν.  Από εκείνους που πωλούν τουπέ και μούρη.

Μα εσύ,  εσύ έχεις την ανατολή και τη δύση μέσα σου.  Το φως της Άνοιξης,  τα μπουκωμένα σύννεφα του Χειμώνα,  το χρυσαφένιο του Καλοκαιριού. Το πάθος της παπαρούνας,  την υπομονή του νούφαρου,  την ανυπομονησία της αμυγδαλιάς,  το ψυθίρισμα του ποταμού,  την ορμητικότητα του χείμμαρου,  τη γαλήνη της λίμνης.

Θα ήθελα να ήσουν αδιάφορος,  να μη σε σκέφτομαι,  να μη σε επιθυμώ.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

χρειάζομαι

Σα μικρές κίτρινες ανοιξιάτικες νιφάδες,  η ανάσα και το γέλιο σου βουλώνουν τις τρύπες μου.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Κάιρο

Πορτοκάλι.
Δυό μαύρα χέρια ξετυλίγουν το μπλέ χαρτί μιας σοκολάτας,  κόβουν με τα δάχτυλα μία μπάρα,  την φέρνουν κάτω από μια σειρά λευκοκίτρινα δόντια,  δαγκώνουν.  Χύνεται από μέσα ο πολτός του πορτοκαλιού.

Ταξιδεύουν ως το Κάιρο,  με βαλίτσες γεμάτες βρώμικα,  πουτανίστικα όνειρα.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ικανοποίηση

Ψήνω σ ένα μικρό φτηνό φουρνάκι,  μικροσκοπικά,  χρωματιστά,  λουλουδιασμένα όνειρα.  8 λεπτά ακριβώς για να μην είναι ούτε ωμά ούτε πολυψημένα.

Μετά,  φοράω μια λευκή πετσέτα στο λαιμό μου,  και  καταπίνω δίχως μάσημα.

Τα κόκκαλα που έχουν απομείνει,  τα σκαλίζω με μια παλιά μεταλλική οδοντογλυφίδα,  σκάβω και σκαλίζω έως ότου αφαιρέσω όλο το μεδούλι.