Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

χωρίς επιστροφή

Αυτή τη φορά δεν ήρθα να δώσω αλλά να πάρω.
Οι αποσκευές μου είναι άδειες κι έτοιμες να γεμίσουν με τα δικά σου καλούδια.

Το εισιτήριο στο όνομα μου,  δώρο από εμένα για εμένα.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

χωρίς προοπτική

Μυρίζει ψημένη ντομάτα,  λάδι και δυόσμο ενώ έξω η βροχή ξερνάει όλη τη μοναξιά των ανθρώπων που μένουν στις άδειες πόλεις τα τριήμερα.
Νιώθω σα τη γάτα που έχει σύρει με κόπο ένα ψαροκκόκαλο ως την απέναντι υγρή στέγη,  κι έχει απομείνει να το κοιτάει φαγωμένο και γλυμένο από άλλα γατιά,  έτσι δε μπορώ να σου πω τι έχει απομείνει να γλύψουμε,  αλλά έχω ένα τεράστιο δωμάτιο με μικρά μικρά και άχρηστα,  αλλά όμορφα πράγματα που φαγώθηκαν από εμάς και σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία ανασύρω,  τόσο συχνή ανάγκη πια,  να σαν εκείνη την εικόνα που σου έλεγα πριν λίγο,  ένα κομμάτι μαυροπίνακας,  πλαστελίνες σε χρώματα και μεγάλα ολοστρόγγυλα ''α'' και ''β'',  τότε που είμαστα παιδιά κι αυτό ήταν ο κόσμος όλος,  ιδανικός όπως τον ονειρευτήκαμε.

Τίποτα δε μοιάζει πια ιδανικό,  μια αμφισβήτηση όλων των αξιών,  ακόμη και στα δικά σου γαλάζια μάτια ψάχνω να βρω έναν άλλον που δεν έχω μέχρι στιγμής γνωρίσει.

Έχουν έναν φόβο μέσα τους όλα,  κι είναι καλοκαίρι,  κι ίσως το πιο δύσκολο,  το μόνο καλοκαίρι δίχως την προοπτική των διακοπών,  και τι έγινε θα μου πεις,  μια βδομάδα στο νησί μήπως ήταν η ζωή μας;

.... και θέλει πολύ πάλεμα να ξαναβρούμε τις άκρες των κουβαριών...  πολύ !



Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

γνήσιο αντίγραφο

Αν θέλω να είμαι ειλικρινής,  η αγκαλιά σου δεν υπάρχει πια.
Μαντεύω κάθε σου κίνηση,  μπορώ να την αναλύσω σπιθαμή προς σπιθαμή,  μπορώ να παρέμβω και να σε αποσυντονίσω,  να σε κάνω να  κοκκινίσεις και να νιώσεις τύψεις για όσα προσπαθείς να ζήσεις κρυφά από εμένα.
Το μόνο που δε μπορώ να καταφέρω είναι να σ έχω δίπλα μου,  με όλη τη ζουμερή έννοια της λέξης,  με φαρδύ πλατύ το ''δ'',  και το ''λ'' παχύ σαν εκείνα που προφέρουν στη Θεσσαλονίκη,  ''δίπλα μου'',  ''απέναντί μου'' και τα μάτια σου ναμην είναι σβησμένα αλλά να κοιτούν λαμπερά,  ευθεία,  βαθιά,  μέσα στα δικά μου.

Στην χθεσινή ταινία,  ναι εκείνο το dvd που στα τυφλά διάλεξες για μένα,  το ακούμπησες στο μαξιλάρι μου και μετά έφυγες στα ψέμματα,  κι εγώ το κατάπια μονορούφι,  ένα δίωρο σα σφηνάκι,  ήταν ένα ζευγάρι,  θεέ μου,  πόσο διαφορετικές σκέψεις,  ένα ολόκληρο ''Α'' αυτή,  κι ένα άλλο ολόκληρο ''Β'' αυτός,  κι ανάμεσα η προσπάθεια τους να μείνουν ακέραιοι,  απελπισμένη προσπάθεια,  μάταιη,  ουτοπική.

Τα ζευγάρια θα έπρεπε να ζουν χωριστά,  για να διατηρούν την αρχική επιθυμία και τον έρωτα τους,  και να κοιμούνται με όποιον θέλουν κι όχι με όποιον πρέπει,  κι αν τότε ακόμη με ήθελες θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη,  κι όχι όπως τώρα που είσαι ''δίπλα μου''  με ψεύτικα άλλοθι και αιτίες που δε θυμάσαι,  όχι γιατί μεγάλωσες όπως νομίζεις αλλά γιατί αυτή η λάσπη που έχει γεμίσει τα πόδια μας ως τους αστραγάλους και ανεβαίνει,  ανεβαίνει,  θεέ μου όλο και πιό ψηλά, μας θολώνει το μυαλό και πήζει τις αισθήσεις.

Κι έπειτα οι γυναίκες,  κυρίως οι γυναίκες θα έπρεπε να ζούμε με τρόπο πιο ρεαλιστικό,  να σκεφτόμαστε πιο ωμά,  δε μας πάει πια τόσος ρομαντισμός,  τόσο συναίσθημα,  όλη αυτή η φαντασίωση,  η μη αναγνώριση των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού.  Δεν μας έχει κάνει καλό,  τουλάχιστον ως τα τώρα,  υπερβολικές επιθυμίες και γκρίνια,  κι ούτε ένας τρόπος ιδανικός για να πάρεις αυτό που θέλεις,  γιατί,  αχα μα γιατί οι επιθυμίες μας ακουμπούν το ονειρικό και καθόλου το πραγματικό,  εξ ου και το αιωνίως ανικανοποίητο,  και πως να μην είναι,  που οι πιό πολλές το ονομάζουμε έρωτα,  χωρίς ποτέ να εννοούμε κάτι χειροπιαστό,  παρά μόνο αέρας,  συναίσθημα και επιθυμία και φαντασίωση,  ενώ η πραγματικότητα βρίσκεται εκεί που δεν μπορούμε να κοιτάξουμε,  γιατί έτσι είναι η φύση μας,  ή ποιός ξέρει ίσως έτσι μας έμαθαν,  ξεκινώντας από τα πολύ παλιά χρόνια που σίγουρα κάποιοι είχαν συμφέρον απ αυτό.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

σήμερα

Έχω πέντε ολόκληρα λεπτά έως ότου αρχίσει η αγαπημένη μου μαγειρική εκπομπή.  Χορταίνει τα μάτια μου και ερεθίζει τις αισθήσεις μου.  Ονειρεύομαι πως είμαι σεφ και πως φτιάχνω ιδιαίτερα και νόστιμα πράγματα.
Μετά,  πάω στην κουζίνα και βάζω μακαρόνια σε  αλατισμένο νερό να βράσουν.  Τα μπουκώνω με άσπρες σάλτσες και σκόρδα και σου τα ταίζω μπουκιές μπουκιές.
Έξω βρέχει περίεργα,  σα να θέλει να τρυπήσει τις μεταλικές τέντες,  πολύ τον ευχαριστιέμαι αυτό το θόρυβο,  αλλά σήμερα ανακατεύεται με τα μηχανήματα που τρυπούν την άσφαλτο και κάνουν το σπίτι μας να κουνιέται σα να γίνεται σεισμός.
Μιά σκαμμένη γραμμή κάθετα στο μήκος του δρόμου,  σαν αυτές τις δυο κόκκινες που έχω ακόμη στο μέσα μέρος των ποδιών και μου φωνάζουν συνεχώς πως δε θα ξαναχορέψω σα μπαλαρίνα.
Η φωνή σου χθες ήταν λυπημένη,  μα και ψεύτικη.
Πάει καιρός που δε με πείθεις πια,  κι η λέξη ασφάλεια κάνει ακροβατικά επάνω σ ένα μεταλικό φλεγόμενο στεφάνι.
Ζούμε στην εποχή,  που όλα έχουν τελειώσει,  ακόμη κι αυτά που θεωρούσαμε σπουδαία και ανεξάντλητα.  Το ψυγείο μας είναι ακόμη γεμάτο,  έχουμε τηλέφωνο,  internet,  μα φοβάμαι μήπως κι αυτά ακολουθήσουν τον δρόμο των υπολοίπων.
Μέσα σ αυτή την κατάντια που δεν έχει τέλος,  θέλω να κουρνιάσω στην αγκαλιά σου.
Είναι το μόνο που απόμεινε,  κι αναρωτιέμαι πως κάτι ψεύτικο γίνεται να υπάρχει και μετά θυμάμαι που λέγαμε πως κατασκευάζουμε πράγματα ανάλογα με τις ανάγκες μας.
Η οικονομική άνεση δεν φαντασιώνεται.  Η οικονομική κρίση ούτε.  Είναι πραγματικότητες που ή τις ζεις ή όχι.

Αγχώθηκα τώρα και χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου.

Πάω στην τηλεόραση και στη βροχή!
Ααα σου είπα;  Σήμερα με έκανα ολόκληρη μπάνιο,  χωρίς να με τυλίγω με σακούλες και ταινίες ασφαλείας.  Μετά,  μου έβαλα ιώδιο και αυτοκόλητες γάζες.

Είμαι ακόμη ευαίσθητη,  αλλά όχι όσο νομίζεις.
Μαθαίνω με τον καιρο!